μεταρρυθμιστής

μεταρρυθμιστής
ο, θηλ. -ίστρια
1. αυτός που μεταρρυθμίζει, αυτός που εφαρμόζει ή επιφέρει μεταρρυθμίσεις προς το καλύτερο, αναδιοργανωτής, αναμορφωτής
2. αυτός που ανήκει στη θρησκευτική κίνηση τής Μεταρρύθμισης
3. ως κύριο όν. συν. στον πληθ. οι Μεταρρυθμιστές
οι οπαδοί τής θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρυθμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταρρυθμιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις, μετατροπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μενγκς, Άντον Ραφαέλ — (Anton Raphael Mengs, Άουσιγκ, Βοημία 1728 – Ρώμη 1779). Γερμανός ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1740 σπούδασε ζωγραφική με τον Μπενεφιάλ στη Ρώμη και το 1745 έγινε πρώτος ζωγράφος της αυλής της Δρέσδης, όπως και …   Dictionary of Greek

  • Μπουθ, Γουίλιαμ — (William Booth, 1829 – 1912). Άγγλος ιερωμένος και μεταρρυθμιστής. Ίδρυσε και οργάνωσε τη φιλανθρωπική Εταιρεία «Στρατός της Σωτηρίας». Σε ηλικία 16 ετών έγινε μεθοδιστής πάστορας. Το 1861 όμως αποχώρησε από την ενεργό εκκλησιαστική δράση και, σε …   Dictionary of Greek

  • Όουεν, Ρόμπερτ — (Robert Owen, Νιούτον, Μοντγκόμερυσαϊρ 1771 – 1858). Άγγλος βιομήχανος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Συνιδιοκτήτης ενός μεγάλου βαμβακουργείου στο Νιου Λάναρκ της Σκοτίας, ο Ό. εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις, που απέβλεπαν στην ουσιαστική… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • ανακαινιστής — ο (Α ἀνακαινιστής) (Ν και θηλ. ίστρια) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που ανακαινίζει, που επισκευάζει, επιδιορθώνει ή ανανεώνει 2. μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής αρχ. αυτός που κάνει κάτι να αναβιώσει, να ξαναζωντανέψει, ο αναγεννητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”